- χείριστος
- ίστη , ον наихудший, самый плохой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χείριστος — masc nom sg χείρων mcaner masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χείριστος — η, ο / χείριστος, ίστη, ον, ΝΜΑ πάρα πολύ κακός, πολύ κακής ποιότητας (α. «διαγωγή χείριστη» β. «ὁ χείριστος τῶν ἀνθρώπων», Ξεν.) αρχ. (το ουδ. αιτ. πληθ. ως επίρρ.) χείριστα με χείριστο τρόπο. επίρρ... χείριστα / χειρίστως, ΝΜΑ πάρα πολύ κακά.… … Dictionary of Greek
χείριστος — η, ο επίρρ. α υπερθ. του επιθ. κακός, κάκιστος, κατώτατος: Πουλά βούτυρο χείριστης ποιότητας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χειρίστων — χείριστος fem gen pl χείριστος masc/neut gen pl χείρων mcaner fem gen pl χείρων mcaner masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρίστως — χείριστος adverbial χείριστος masc acc pl (doric) χείρων mcaner adverbial χείρων mcaner masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χείριστον — χείριστος masc acc sg χείριστος neut nom/voc/acc sg χείρων mcaner masc acc sg χείρων mcaner neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρίστη — χείριστος fem nom/voc sg (attic epic ionic) χείρων mcaner fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρίστην — χείριστος fem acc sg (attic epic ionic) χείρων mcaner fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρίστης — χείριστος fem gen sg (attic epic ionic) χείρων mcaner fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρίστοις — χείριστος masc/neut dat pl χείρων mcaner masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρίστου — χείριστος masc/neut gen sg χείρων mcaner masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)